παραφυσις

παραφυσις
    παράφυσις
    παρά-φῠσις
    -εως ἥ разрастание, т.е. чрезмерность, избыточность
    

(τῶν μορίων Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραφυσις" в других словарях:

  • παράφυσις — attachment fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφύσει — παράφυσις attachment fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραφύσεϊ , παράφυσις attachment fem dat sg (epic) παράφυσις attachment fem dat sg (attic ionic) παραφύ̱σει , παραφύομαι aor subj act 3rd sg (epic) παραφύ̱σει , παραφύομαι fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφύσεις — παράφυσις attachment fem nom/voc pl (attic epic) παράφυσις attachment fem nom/acc pl (attic) παραφύ̱σεις , παραφύομαι aor subj act 2nd sg (epic) παραφύ̱σεις , παραφύομαι fut ind act 2nd sg παραφυσάω blow upon imperf ind act 2nd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφύσιας — παράφυσις attachment fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφυσιν — παράφυσις attachment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гимений — Поперечный срез пластинки шампиньона двуспорового, рисунок XIX в. h  гимениальный слой bas  базидии …   Википедия

  • παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …   Dictionary of Greek

  • παραφύσεως — παραφύσεω̆ς , παράφυσις attachment fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»